ηλεκτρομαγνητισμός — ο 1. κλάδος του ηλεκτρισμού που μελετά την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος στους μαγνήτες και αντίστροφα. 2. ιδιότητα του ηλεκτρικού ρεύματος να δημιουργεί μαγνητικό πεδίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνήτης — Τεμάχια σιδήρου που γίνεται μαγνήτης στο εσωτερικό ενός πηνίου, όταν αυτό διαρρέεται από ρεύμα. Βλ. λ. δυναμοηλεκτρική μηχανή· εγγραφής συσκευές· ήχου εγγραφή· ηλεκτρισμός (ηλεκτρομαγνητισμός)· κινητήρας (ηλεκτρικοί κινητήρες)· μαγνήτης· φυσική.… … Dictionary of Greek
μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… … Dictionary of Greek
μαγνητοηλεκτρισμός — ο ηλεκτρομαγνητισμός … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
επαγωγικό πηνίο — Ειδική διάταξη για την παραγωγή πολύ υψηλών τάσεων βραχείας διαρκείας, με την εκμετάλλευση του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, για να τροφοδοτεί τους σωλήνες παραγωγής ακτίνων Χ. Σχηματικά,… … Dictionary of Greek